Αυτόν τον πρωινό, ενώ προσευχόμουν, ο Άγγελος με πήγε στο Καθεδρικό Ναό. Σταθμεύσαμε κοντά στην Αγαλματίδα της Ευλογημένης Μαρίας, Βοήθεια των Χριστιανών, όταν ξαφνικά δύο νέοι άντρες εισέφεραν μια άλλη αγαλματίδα της Μαρίας, χρωμάτων λευκού και μπλε-γκρίζου.
Οι δυο άνδρες ρώτησαν τον ιερέα, «Πού θέλετε να τη βάλουμε αυτήν την αγαλματίδα;»
Ο ιερέας απάντησε ασχέμα, «Κανενός τόπου! Δεν θελούμε άλλη αγαλματίδα. Έχουμε ήδη μία.»
Όταν στράφτηκα προς το αριστερό μου μέρος, η Ευλογημένη Μήτερ, κρατώντας τον Βρέφη Ιησούν, εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα στον Άγγελο και εμένα. Φορούσε μια χιτώνα μπορντό χρώματος και ένα όμορφο, διαφανές βελόνι με λεπτούς ρόδους κόκκινης αποχρωματικής. Σταθμεύσαμε όλα μαζί δίπλα στην Αγαλματίδα της Παναγίας Βοήθεια των Χριστιανών.
Η Ευλογημένη Μήτερ κλάιγε καθώς είπε, «Αγαπητή μου κόρη Βαλεντίνα, δεν με θέλουν σε αυτήν την Εκκλησία. Πλησιάσου εμένα και παρακαλώ με. Είμαι τόσο λυπητική, κι ο Υιός μου Ιησούς. Πείτε στα παιδιά μου να προσεύχονται για αυτήν την Εκκλησία — τόσο λίγο τιμή μου δίνουν και τόσο μικρή αξία. Καθώς πλησιάζει το Χριστούγεννα, θα έπρεπε να είναι η πιο ευτυχισμένη εποχή του χρόνου, αλλά για μένα κι τον Υιό μου, είμαστε πολύ λυπημένοι για αυτήν την Εκκλησία.»
Κλαίει ενώ ακούω τη Ευλογημένη Μήτηρ κι αισθάνομαι το βαθύ της πένθος. Η φιλώ, προσπαθώντας να την παρακαλώ. Κι ο βελό της πέφτει λίγο πάνω από το πρόσωπό της, και με γλυκότητα τη μετακινώ πίσω. Το Μωρό Ιησού είναι βαθιά αναστατωμένο κι πολύ λυπημένο.